- χάλαση
- η / χάλασις, -άσεως, ΝΑ [χαλῶ]χαλάρωση, ξέσφιγμα, λασκάρισμα, λύσιμονεοελλ.1. ελάττωση τού τόνου, τής σύστασης ή τής ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «χάλαση τού δέρματος» β. «χάλαση τού μυός» γ. «χάλαση τού πέους»)αρχ.1. (για παθολογικές εκκρίσεις) μείωση2. (γενικά για νόσο) ύφεση3. έλλειψη συνοχής τών μερών ενός όλου4. καταβίβαση αντικειμένου με τη χρήση τροχαλίας5. φρ. «χάλασις τῶν πόρων» — διάνοιξη τών πόρων τού σώματος (Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.