χάλαση

χάλαση
η / χάλασις, -άσεως, ΝΑ [χαλῶ]
χαλάρωση, ξέσφιγμα, λασκάρισμα, λύσιμο
νεοελλ.
1. ελάττωση τού τόνου, τής σύστασης ή τής ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «χάλαση τού δέρματος» β. «χάλαση τού μυός» γ. «χάλαση τού πέους»)
αρχ.
1. (για παθολογικές εκκρίσεις) μείωση
2. (γενικά για νόσο) ύφεση
3. έλλειψη συνοχής τών μερών ενός όλου
4. καταβίβαση αντικειμένου με τη χρήση τροχαλίας
5. φρ. «χάλασις τῶν πόρων» — διάνοιξη τών πόρων τού σώματος (Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλάση — χάλασις slackening fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάσῃ — χαλάσηι , χάλασις slackening fem dat sg (epic) χαλάω Aër. aor subj mid 2nd sg χαλάω Aër. aor subj act 3rd sg χαλάω Aër. fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοχαλασιά — και κοσμοχάλαση, η 1. μεγάλη ταραχή και αναστάτωση τών στοιχείων τής φύσης, θεομηνία, χαλασμός κόσμου 2. πολύς θόρυβος, μεγάλη φασαρία που προέρχεται από πολλούς ανθρώπους, πανδαιμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + χαλασιά / χάλαση (< χαλώ)] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοχάλαση — η 1. σφοδρή τρικυμία καταστρεπτική για τα πλοία 2. μτφ. μεγάλη καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + χάλαση (< χαλώ)] …   Dictionary of Greek

  • σαρκόσωμα — το, Ν βιολ. α) πολύ μεγάλο μιτοχόνδριο, πλούσιο σε αναπνευστικά ένζυμα, το οποίο βρίσκεται κυρίως στα μυϊκά κύτταρα με συνεχή λειτουργία, όπως λ.χ. στην καρδιά, ή παρατεταμένη συστολή χάλαση, όπως λ.χ. στα φτερά τών εντόμων β) άλλη ονομασία τού… …   Dictionary of Greek

  • χάλασις — άσεως, ἡ, Α βλ. χάλαση …   Dictionary of Greek

  • χάλασμα — άσματος, το, ΝΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι 2. κατεδάφιση 3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα») 4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη 5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωση αρχ. 1. κατάσταση χαλάρωσης… …   Dictionary of Greek

  • νιτρώδη — Φάρμακα με κύρια ένδειξη χορηγήσεώς τους τη στηθάγχη. Προκαλούν χάλαση των μυϊκών ινών που περιβάλλουν τα αγγεία, επιφέροντας έτσι διαστολή των στεφανιαίων και βελτιώνοντας τη ροή του αίματος. Σχετική αντένδειξη αποτελούν το γλαύκωμα, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”